Δημοσιεύθηκε Σαβ 7 Απρ - 9:00:20
Η Μάνα κηδεύει τον γιο της. Δεν υπάρχει συγκλονιστικότερο δράμα από αυτήν την ύστατη πράξη. Δεν χωρά ανθρώπινος νους τόσο πόνο. Οι μετέπειτα μελωδοί επιχείρησαν να περιγράψουν αυτόν τον πόνο. Δύσκολο εγχείρημα. Το θείο αυτό μοιρολόι πέρασε από γενιά σε γενιά. Το πλήθος εδώ και αιώνες το ψέλνει, αργά, ψιθυριστά, συμπάσχοντας, όταν ακολουθεί το Θείο φέρετρο κάθε Μεγάλη Παρασκευή όταν σχηματίζεται η πομπή του Επιταφίου.
Ένας κοινός παρανομαστής. Η βαθιά θλίψη που απαιτεί να αποδοθεί ο αρχέγονος σεβασμός στον πόνο ψυχής που μόνον γυναίκες νιώθουν ώστε να τον αποτυπώσουν«Αι Γενεαί Πάσαι» είναι ένα μοιρολόι. Είναι ο ρόλος των γυναικών να σηκώνουν αυτό το βάρος του πόνου. Αυτές είναι οι μανάδες. Αυτές ξέρουν πώς με πόνους γέννησαν , με πόνο ανάστησαν το σπλάχνο , με ανείπωτο πόνο το κηδεύουν. Επιλέξαμε τέσσερις εκδοχές με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες οι οποίες η κάθε μία με το δικό της ηχόχρωμα αποδίδουν τον διαχρονικό αυτόν ψαλμό.
Η ερμηνεία της Γλυκερίας, το αποτύπωμα της Μαρίας Φαραντούρη, η εκστατική a cappella εκδοχή της Φλέρυ Νταντωνάκη και η εντυπωσιακή απόδοση της Ειρήνης Παππά με μουσική επένδυση του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Τέσσερις γυναίκες, τέσσερις διαφορετικές προσεγγίσεις. Ένας κοινός παρανομαστής. Η βαθιά θλίψη που απαιτεί να αποδοθεί ο αρχέγονος σεβασμός στον πόνο ψυχής που μόνον γυναίκες νιώθουν ώστε να τον αποτυπώσουν.
Οι στίχοι είναι διαχρονικοί. Περνούν τους αιώνες αδιάλειπτα. Κάποτε απαντώντας σε μία αφελή ερώτηση, ένας Άγιος Πατέρας, Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ερμήνευσε με τον πλέον απλό τρόπο αυτήν τη διαχρονικότητα. «Η Εκκλησία δεν μετρά τον χρόνο όπως οι πιστοί. Η κάθε δεκαετία μεταφράζεται σε αιώνες για την Εκκλησία. Δεν ταράζεται, δεν μετακινείται, δεν αγωνιά για το αύριο. Είναι αιώνια».
Αι γενεαί πάσαι (ω γλυκύ μου έαρ)
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον τους δούλους σου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ